Οι τελευταίες εξελίξεις σε μια σειρά
χώρες της Λατινικής Αμερικής με την τροποποίηση του εσωτερικού πολιτικού
συσχετισμού υπέρ των κλασσικών δεξιών, νεοφιλελεύθερων - ξενόδουλων
πολιτικών δυνάμεων, αναδιατάσσει τον πολιτικό, αλλά και γεωπολιτικό
χάρτη της περιοχής.
Επανακάμπτουν εκείνα τα τμήματα των
αστικών τάξεων που τα συμφέροντά τους είναι δεμένα βασικά με τον
αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αντανακλώντας μεταξύ άλλων και τον άγριο
ανταγωνισμό με ευρωπαϊκά, ρώσικα και κινέζικα συμφέροντα που τα
τελευταία χρόνια απέκτησαν σοβαρά ερείσματα στις χώρες αυτές.
Μια σειρά Λατινοαμερικάνικες χώρες προώθησαν την ανάπτυξη σχέσεων με τη Ρωσία, την Κίνα, τις χώρες της ΕΕ. Η Βενεζουέλα προχώρησε σε συμφωνίες αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού από τη Ρωσία, η Αργεντινή σε διμερείς συμφωνίες με την Κίνα και με τη Ρωσία, η Βραζιλία σε συμφωνίες εισαγωγής εμπορευμάτων από την Κίνα. Στα τέλη του 2008 ο ρώσικος στόλος έκανε την εμφάνισή του στις ακτές της Βενεζουέλας, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ.
Η Λατινική Αμερική μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται σε ένα πεδίο όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ, σε χώρες της ΕΕ, τη Ρωσία και την Κίνα, συμπεριλαμβανομένου και του αναδυόμενου ρόλου της Βραζιλίας. Ιδιαίτερα για τα κινέζικα κεφάλαια οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν γίνει προνομιακός χώρος δραστηριοποίησής τους. Η Κίνα έχει υπογράψει συμφωνίες με τη Βενεζουέλα για μελλοντική εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ προχώρησε στο δανεισμό της με σημαντικά ποσά. Επίσης η ΕΕ έχει προωθήσει σχέδιο με τίτλο «Περιφερειακή Στρατηγική για τη Λατινική Αμερική 2007-2013» που πρόβαλε τους βασικούς στρατηγικούς στόχους της συνεργασίας ανάμεσα στην ΕΕ και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με τη χρηματοδότηση εκ μέρους της ΕΕ συγκεκριμένων προγραμμάτων που στοχεύουν στη διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων για επενδύσεις ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην περιοχή.
Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων φέρνει και την ένταση των εξοπλισμών στις χώρες της περιοχής. Έτσι, δεν είναι μόνο η Βενεζουέλα που προχώρησε σε συγκεκριμένες συμφωνίες αγοράς οπλισμού από τη Ρωσία, υπογράφοντας από το 2005 έως το 2009 12 συμβάσεις αξίας 4,4 δις δολαρίων. Είναι και η Βραζιλία που προχώρησε το Δεκέμβρη του 2008 σε συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τη Γαλλία, που περιλαμβάνει την προμήθεια 36 μαχητικών αεροσκαφών, ναυπήγηση υποβρυχίων, κατασκευή και προμήθεια ελικοπτέρων κ.ά.
Το στοιχείο που ενεργοποίησε τα ιμπεριαλιστικά ανακλαστικά της Ουάσιγκτον, είναι οι κινήσεις περιφερειακών οικονομικών και πολιτικών συγκροτήσεων (ALBA κ.λ.π), που προσπαθούν να χαλαρώσουν την ασφυκτική οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, αλλά και η ένταξη της Βραζιλίας στον ανταγωνιστικό πόλο των BRICS, που ενεργοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το βασικό στοιχείο είναι η ανάπτυξη συνεργασίας ανάμεσα σε αυτές τις χώρες με άλλους όρους απ’ ό,τι επιδίωκαν οι ΗΠΑ στα πλαίσια της προώθησης της συμφωνίας «Ζώνης Ελευθέρου Εμπορίου» (ALCA). Ορισμένες χώρες, όπως η Βενεζουέλα, η Βολιβία, το Εκουαδόρ, η Νικαράγουα, η Γουατεμάλα, αντέδρασαν έντονα στην ίδρυση της ALCA, ενώ άλλες χώρες, όπως η Αργεντινή, η Χιλή και η Βραζιλία, απλά δεν τη στήριξαν. Η ALCA που εξέφραζε τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε αυτήν τη κατεύθυνση θεωρείται με τα σημερινά δεδομένα νεκρή.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο πρόεδρος της Βολιβίας, Ε. Μοράλες, και ο Τσάβες, χαλώντας κατά κάποιον τρόπο τα αμερικανικά σχέδια, προώθησαν μια ένωση κρατών της Λατινικής Αμερικής στα πρότυπα της ΕΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση διαμορφώθηκε η ALBA (Μπολιβαριανή Εναλλακτική για την Αμερική), στην οποία συμμετέχουν Βενεζουέλα, Νικαράγουα, Βολιβία, Ντομίνικα Κούβα, Ονδούρα, ενώ το Εκουαδόρ έχει καθεστώς παρατηρητή. Η πιο σημαντική συμφωνία των χωρών της ALBA αφορά τη δημιουργία ζώνης κοινού νομίσματος ανάμεσα στις χώρες μέλη και το Εκουαδόρ. Η Αργεντινή, Χιλή, Βραζιλία, έχοντας αναβαθμισμένη θέση στη Λατινική Αμερική, διατηρούν αποστάσεις από το εγχείρημα, αναπτύσσοντας όμως πολυμερείς συνεργασίες με τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό.
Με αποφασιστικό ρόλο της Βραζιλίας προωθήθηκε η διαδικασία, της UNASUR (Ένωση των Εθνών της Νοτίου Αμερικής). Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας προωθείται η διαμόρφωση κοινής αγοράς μέχρι το 2019, η απελευθέρωση της κίνησης προσώπων, η συνεργασία για τη διαμόρφωση υποδομών, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα, ενώ με κοινή πρόταση Βενεζουέλας - Βραζιλίας προωθείται το «Νοτιοαμερικάνικο Συμβούλιο Άμυνας», που αφορά τη στρατιωτική συνεργασία αυτών των χωρών.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο της Βραζιλίας ως αναδυόμενης δύναμης σε διεθνές επίπεδο, μετέχοντας στην ομάδα BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Ο πρόεδρός της, Λούλα, είχε δηλώσει, εκφράζοντας τις επιδιώξεις της αστικής τάξης της χώρας του: «Δεν ξέρω αν θα ζήσω για να το δω, πάντως η Βραζιλία μπορεί και πρέπει να γίνει μια από τις υπερδυνάμεις του 21ου αιώνα».
Παρόλα τα νέα αυτά δεδομένα που διαμορφώθηκαν στη Λατινική Αμερική, οι ΗΠΑ ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τη γενική τους στρατηγική στην περιοχή που βασίζεται στο «δόγμα Μονρόε», το οποίο θεωρεί τις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, μετά την ανεξαρτητοποίησή τους από τις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές χώρες, αποκλειστική ζώνη επιρροής τους. Η κατάλυση με κάθε τρόπο της εθνικής ανεξαρτησίας και η οικονομική καταλήστευσή τους δημιούργησαν συνθήκες σκλαβιάς και εκτεταμένης φτώχειας και εκμετάλλευσης από τα ντόπια τσιράκια και τα ξένα αφεντικά τους.
Εκτός από αυτά οι εξελίξεις πατάνε ταυτόχρονα σε μία διευρυμένη λαϊκή δυσαρέσκεια από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που εντάθηκαν με την παρατεταμένη οικονομική κρίση που έπληξε και αυτές τις χώρες και ιδιαίτερα τη Βενεζουέλα, που η οικονομία της εξαρτάται σχεδόν μονομερώς από το πετρέλαιο. Οι όποιες απόπειρες άσκησης κοινωνικής σοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτικής περιορίστηκαν στα όρια διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, αφού ακόμη και οι πιο «προωθημένες» μεταρρυθμίσεις άφηναν άθικτες τις βασικές δομές της καπιταλιστικής παραγωγικής βάσης και του εποικοδομήματος.
Τα κινήματα που ξέσπασαν και οι λαϊκές αντιστάσεις «πνίγηκαν στο αίμα», ενώ η ριζοσπαστικοποίηση των καταπιεζόμενων μαζών ανάγκασαν τις ΗΠΑ να επιβάλουν αντιδραστικά και στυγνά δικτατορικά καθεστώτα, τα οποία όμως δεν μπόρεσαν να κάμψουν, αλλά αντίθετα ενίσχυσαν, το δημοκρατικό, προοδευτικό και αντιαμερικάνικο φρόνημα των λαών. Το ισχυρό αυτό κίνημα ανάτρεψε αυτά τα καθεστώτα, ανάγκασε τις ΗΠΑ και τους κάθε λογής ντόπιους λακέδες τους σε σχετική αναδίπλωση και υποχώρηση, και ανέδειξε, όχι βέβαια σε όλες τις χώρες, μια σειρά δημοκρατικές κυβερνήσεις που καλούνταν να ικανοποιήσουν βασικά λαϊκά αιτήματα και ανάγκες. Ποτέ όμως οι ΗΠΑ δεν σταμάτησαν να υπονομεύουν και να προσπαθούν να ανατρέψουν αυτές τις κυβερνήσεις, είτε με απόπειρες στρατιωτικών πραξικοπημάτων (Βενεζουέλα), είτε με τα πρόσφατα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα σε Βραζιλία και Αργεντινή, είτε με την ενίσχυση πολιτικών κομμάτων και κυβερνήσεων κάτω από τον δικό τους έλεγχο.
Η Αργεντινή, η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής κυβερνάται μετά τη χρεοκοπία της, καθώς επίσης μετά την κυβέρνηση Κίρχνερ, από έναν δεξιό ηγέτη, του οποίου η άνοδος στην εξουσία συνοδεύθηκε από το τέλος της μακρόχρονης δικαστικής αντιπαράθεσης της Αργεντινής με τους δανειστές της. Οι εξελίξεις αυτές τεκμηριώνουν πως ο ιμπεριαλισμός χρησιμοποιεί τις αγορές για να τιμωρεί τις κυβερνήσεις που αντιδρούν και για να επιβραβεύει αυτές που υποτάσσονται στην πολιτική και στους κανόνες που απαιτεί να τηρούνται από όλους.
Η πρώτη ενέργεια του νέου προέδρου της χώρας πάντως ήταν η υπογραφή μίας στρατιωτικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα αποφασίσθηκε η κατασκευή μίας βάσης από τον αμερικανικό στρατό στο νοτιότερο άκρο της Αργεντινής. Η βάση αυτή έχει πολύ μεγάλη στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ, επειδή από εκεί θα ελέγχει πλήρως την είσοδο από τον Ατλαντικό ωκεανό στον Ειρηνικό.
Οι εξελίξεις στη Βραζιλία, με την πολιτική κρίση να κορυφώνεται, έχουν βρεθεί διεθνώς στο επίκεντρο της προσοχής. Καθόλου παράξενο, μιας και μιλάμε για την 7η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, την 5η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο από άποψη έκτασης και πληθυσμού, τη μεγαλύτερη χώρα στο νότιο ημισφαίριο του πλανήτη. Μια χώρα που τα προηγούμενα χρόνια σημείωσε μεγάλους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, φτάνοντας μάλιστα το 2011 να εκτοπίσει τη Βρετανία από την 6η θέση της παγκόσμιας οικονομίας.
Παίζει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της συμμαχίας των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική) καθώς και σημαντικών διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων (π.χ. Celac, Mercosur/Unasur), που προωθούνται σε επίπεδο Αμερικής. Θυμίζουμε, επίσης, ότι από το 2004, δηλαδή επί «προοδευτικών» κυβερνήσεων, είναι επικεφαλής της στρατιωτικής επέμβασης στην Αϊτή υπό τον μανδύα του ΟΗΕ.
Η διαδικασία αποπομπής της Προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ, ενάμιση χρόνο μετά τη νίκη της στις προεδρικές εκλογές του 2014, που συνοδεύτηκε από διαδηλώσεις υπέρ και κατά της και έντονη πολιτική αντιπαράθεση με την συγκρότηση μιας αντιδραστικής και φιλοαμερικάνικης κυβέρνησης, αποτελεί μια σοβαρή εξέλιξη μετά από μια πολιτική περίοδο 13 χρόνων διακυβέρνησης της χώρας με επικεφαλής Πρόεδρο από το σοσιαλδημοκρατικό PT (Κόμμα των Εργαζομένων) που συνεργάζεται σε κυβερνητικό επίπεδο με το ρεβιζιονιστικό ΚΚ της Βραζιλίας.
Στη Βενεζουέλα είναι αβέβαιο πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά η αντιδραστική αντιπολίτευση και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τη στηρίζουν αξιοποιούν την άσχημη οικονομική κατάσταση, που προκάλεσαν η πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και η υπονόμευση από την ντόπια αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, που εξακολουθεί να ελέγχει την οικονομική βάση της χώρας. Βεβαίως, η πραγματική αιτία των εξελίξεων είναι η συνολικότερη καπιταλιστική κρίση μετά από μια υπερδεκάχρονη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, κατά την οποία μολονότι ο Τσάβες επιχείρησε μια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, δεν υπήρξε όμως σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συμβιβασμός.
Στην παρούσα φάση που οι χώρες αυτές και οι οικονομίες τους έχουν χτυπηθεί από την οικονομική κρίση και διευρύνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια, οι αντιδραστικές και ξενόδουλες δυνάμεις βρίσκουν την ευκαιρία να επανακάμψουν αξιοποιώντας το σοβαρό κενό της έλλειψης συγκροτημένου κομμουνιστικού κινήματος. Διαλυτικός παράγοντας σε αυτό το ζήτημα είναι και ο ρόλος ουράς των ρεβιζιονιστικών κομμάτων που είτε στήριξαν είτε συμμετείχαν στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (Τσάβες και Μαδούρο στη Βενεζουέλα, Λούλα στη Βραζιλία, Κίρχνερ στην Αργεντινή, Έβο Μοράλες στη Βολιβία, Ραφαέλ Κορέα στο Εκουαδόρ), ενώ πολλοί μίλαγαν για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις αρνητικές εξελίξεις, η σπορά της ριζοσπαστικοποίησης, του αντιιμπεριαλισμού και το επαναστατικό πνεύμα έχει διασπαρεί στα λαϊκά στρώματα όλων αυτών των χωρών. Η ταξική πάλη οξύνεται και η κοινωνική σύγκρουση αναμένεται να κλιμακωθεί, κάνοντας δύσκολα τα σχέδια της ντόπιας αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού.
Μια σειρά Λατινοαμερικάνικες χώρες προώθησαν την ανάπτυξη σχέσεων με τη Ρωσία, την Κίνα, τις χώρες της ΕΕ. Η Βενεζουέλα προχώρησε σε συμφωνίες αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού από τη Ρωσία, η Αργεντινή σε διμερείς συμφωνίες με την Κίνα και με τη Ρωσία, η Βραζιλία σε συμφωνίες εισαγωγής εμπορευμάτων από την Κίνα. Στα τέλη του 2008 ο ρώσικος στόλος έκανε την εμφάνισή του στις ακτές της Βενεζουέλας, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των ΗΠΑ.
Η Λατινική Αμερική μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται σε ένα πεδίο όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ, σε χώρες της ΕΕ, τη Ρωσία και την Κίνα, συμπεριλαμβανομένου και του αναδυόμενου ρόλου της Βραζιλίας. Ιδιαίτερα για τα κινέζικα κεφάλαια οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν γίνει προνομιακός χώρος δραστηριοποίησής τους. Η Κίνα έχει υπογράψει συμφωνίες με τη Βενεζουέλα για μελλοντική εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ προχώρησε στο δανεισμό της με σημαντικά ποσά. Επίσης η ΕΕ έχει προωθήσει σχέδιο με τίτλο «Περιφερειακή Στρατηγική για τη Λατινική Αμερική 2007-2013» που πρόβαλε τους βασικούς στρατηγικούς στόχους της συνεργασίας ανάμεσα στην ΕΕ και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με τη χρηματοδότηση εκ μέρους της ΕΕ συγκεκριμένων προγραμμάτων που στοχεύουν στη διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων για επενδύσεις ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην περιοχή.
Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων φέρνει και την ένταση των εξοπλισμών στις χώρες της περιοχής. Έτσι, δεν είναι μόνο η Βενεζουέλα που προχώρησε σε συγκεκριμένες συμφωνίες αγοράς οπλισμού από τη Ρωσία, υπογράφοντας από το 2005 έως το 2009 12 συμβάσεις αξίας 4,4 δις δολαρίων. Είναι και η Βραζιλία που προχώρησε το Δεκέμβρη του 2008 σε συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τη Γαλλία, που περιλαμβάνει την προμήθεια 36 μαχητικών αεροσκαφών, ναυπήγηση υποβρυχίων, κατασκευή και προμήθεια ελικοπτέρων κ.ά.
Το στοιχείο που ενεργοποίησε τα ιμπεριαλιστικά ανακλαστικά της Ουάσιγκτον, είναι οι κινήσεις περιφερειακών οικονομικών και πολιτικών συγκροτήσεων (ALBA κ.λ.π), που προσπαθούν να χαλαρώσουν την ασφυκτική οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, αλλά και η ένταξη της Βραζιλίας στον ανταγωνιστικό πόλο των BRICS, που ενεργοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το βασικό στοιχείο είναι η ανάπτυξη συνεργασίας ανάμεσα σε αυτές τις χώρες με άλλους όρους απ’ ό,τι επιδίωκαν οι ΗΠΑ στα πλαίσια της προώθησης της συμφωνίας «Ζώνης Ελευθέρου Εμπορίου» (ALCA). Ορισμένες χώρες, όπως η Βενεζουέλα, η Βολιβία, το Εκουαδόρ, η Νικαράγουα, η Γουατεμάλα, αντέδρασαν έντονα στην ίδρυση της ALCA, ενώ άλλες χώρες, όπως η Αργεντινή, η Χιλή και η Βραζιλία, απλά δεν τη στήριξαν. Η ALCA που εξέφραζε τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε αυτήν τη κατεύθυνση θεωρείται με τα σημερινά δεδομένα νεκρή.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο πρόεδρος της Βολιβίας, Ε. Μοράλες, και ο Τσάβες, χαλώντας κατά κάποιον τρόπο τα αμερικανικά σχέδια, προώθησαν μια ένωση κρατών της Λατινικής Αμερικής στα πρότυπα της ΕΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση διαμορφώθηκε η ALBA (Μπολιβαριανή Εναλλακτική για την Αμερική), στην οποία συμμετέχουν Βενεζουέλα, Νικαράγουα, Βολιβία, Ντομίνικα Κούβα, Ονδούρα, ενώ το Εκουαδόρ έχει καθεστώς παρατηρητή. Η πιο σημαντική συμφωνία των χωρών της ALBA αφορά τη δημιουργία ζώνης κοινού νομίσματος ανάμεσα στις χώρες μέλη και το Εκουαδόρ. Η Αργεντινή, Χιλή, Βραζιλία, έχοντας αναβαθμισμένη θέση στη Λατινική Αμερική, διατηρούν αποστάσεις από το εγχείρημα, αναπτύσσοντας όμως πολυμερείς συνεργασίες με τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό.
Με αποφασιστικό ρόλο της Βραζιλίας προωθήθηκε η διαδικασία, της UNASUR (Ένωση των Εθνών της Νοτίου Αμερικής). Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας προωθείται η διαμόρφωση κοινής αγοράς μέχρι το 2019, η απελευθέρωση της κίνησης προσώπων, η συνεργασία για τη διαμόρφωση υποδομών, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα, ενώ με κοινή πρόταση Βενεζουέλας - Βραζιλίας προωθείται το «Νοτιοαμερικάνικο Συμβούλιο Άμυνας», που αφορά τη στρατιωτική συνεργασία αυτών των χωρών.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο της Βραζιλίας ως αναδυόμενης δύναμης σε διεθνές επίπεδο, μετέχοντας στην ομάδα BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Ο πρόεδρός της, Λούλα, είχε δηλώσει, εκφράζοντας τις επιδιώξεις της αστικής τάξης της χώρας του: «Δεν ξέρω αν θα ζήσω για να το δω, πάντως η Βραζιλία μπορεί και πρέπει να γίνει μια από τις υπερδυνάμεις του 21ου αιώνα».
Παρόλα τα νέα αυτά δεδομένα που διαμορφώθηκαν στη Λατινική Αμερική, οι ΗΠΑ ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τη γενική τους στρατηγική στην περιοχή που βασίζεται στο «δόγμα Μονρόε», το οποίο θεωρεί τις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, μετά την ανεξαρτητοποίησή τους από τις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές χώρες, αποκλειστική ζώνη επιρροής τους. Η κατάλυση με κάθε τρόπο της εθνικής ανεξαρτησίας και η οικονομική καταλήστευσή τους δημιούργησαν συνθήκες σκλαβιάς και εκτεταμένης φτώχειας και εκμετάλλευσης από τα ντόπια τσιράκια και τα ξένα αφεντικά τους.
Εκτός από αυτά οι εξελίξεις πατάνε ταυτόχρονα σε μία διευρυμένη λαϊκή δυσαρέσκεια από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που εντάθηκαν με την παρατεταμένη οικονομική κρίση που έπληξε και αυτές τις χώρες και ιδιαίτερα τη Βενεζουέλα, που η οικονομία της εξαρτάται σχεδόν μονομερώς από το πετρέλαιο. Οι όποιες απόπειρες άσκησης κοινωνικής σοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτικής περιορίστηκαν στα όρια διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, αφού ακόμη και οι πιο «προωθημένες» μεταρρυθμίσεις άφηναν άθικτες τις βασικές δομές της καπιταλιστικής παραγωγικής βάσης και του εποικοδομήματος.
Τα κινήματα που ξέσπασαν και οι λαϊκές αντιστάσεις «πνίγηκαν στο αίμα», ενώ η ριζοσπαστικοποίηση των καταπιεζόμενων μαζών ανάγκασαν τις ΗΠΑ να επιβάλουν αντιδραστικά και στυγνά δικτατορικά καθεστώτα, τα οποία όμως δεν μπόρεσαν να κάμψουν, αλλά αντίθετα ενίσχυσαν, το δημοκρατικό, προοδευτικό και αντιαμερικάνικο φρόνημα των λαών. Το ισχυρό αυτό κίνημα ανάτρεψε αυτά τα καθεστώτα, ανάγκασε τις ΗΠΑ και τους κάθε λογής ντόπιους λακέδες τους σε σχετική αναδίπλωση και υποχώρηση, και ανέδειξε, όχι βέβαια σε όλες τις χώρες, μια σειρά δημοκρατικές κυβερνήσεις που καλούνταν να ικανοποιήσουν βασικά λαϊκά αιτήματα και ανάγκες. Ποτέ όμως οι ΗΠΑ δεν σταμάτησαν να υπονομεύουν και να προσπαθούν να ανατρέψουν αυτές τις κυβερνήσεις, είτε με απόπειρες στρατιωτικών πραξικοπημάτων (Βενεζουέλα), είτε με τα πρόσφατα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα σε Βραζιλία και Αργεντινή, είτε με την ενίσχυση πολιτικών κομμάτων και κυβερνήσεων κάτω από τον δικό τους έλεγχο.
Η Αργεντινή, η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής κυβερνάται μετά τη χρεοκοπία της, καθώς επίσης μετά την κυβέρνηση Κίρχνερ, από έναν δεξιό ηγέτη, του οποίου η άνοδος στην εξουσία συνοδεύθηκε από το τέλος της μακρόχρονης δικαστικής αντιπαράθεσης της Αργεντινής με τους δανειστές της. Οι εξελίξεις αυτές τεκμηριώνουν πως ο ιμπεριαλισμός χρησιμοποιεί τις αγορές για να τιμωρεί τις κυβερνήσεις που αντιδρούν και για να επιβραβεύει αυτές που υποτάσσονται στην πολιτική και στους κανόνες που απαιτεί να τηρούνται από όλους.
Η πρώτη ενέργεια του νέου προέδρου της χώρας πάντως ήταν η υπογραφή μίας στρατιωτικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα αποφασίσθηκε η κατασκευή μίας βάσης από τον αμερικανικό στρατό στο νοτιότερο άκρο της Αργεντινής. Η βάση αυτή έχει πολύ μεγάλη στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ, επειδή από εκεί θα ελέγχει πλήρως την είσοδο από τον Ατλαντικό ωκεανό στον Ειρηνικό.
Οι εξελίξεις στη Βραζιλία, με την πολιτική κρίση να κορυφώνεται, έχουν βρεθεί διεθνώς στο επίκεντρο της προσοχής. Καθόλου παράξενο, μιας και μιλάμε για την 7η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, την 5η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο από άποψη έκτασης και πληθυσμού, τη μεγαλύτερη χώρα στο νότιο ημισφαίριο του πλανήτη. Μια χώρα που τα προηγούμενα χρόνια σημείωσε μεγάλους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, φτάνοντας μάλιστα το 2011 να εκτοπίσει τη Βρετανία από την 6η θέση της παγκόσμιας οικονομίας.
Παίζει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της συμμαχίας των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική) καθώς και σημαντικών διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων (π.χ. Celac, Mercosur/Unasur), που προωθούνται σε επίπεδο Αμερικής. Θυμίζουμε, επίσης, ότι από το 2004, δηλαδή επί «προοδευτικών» κυβερνήσεων, είναι επικεφαλής της στρατιωτικής επέμβασης στην Αϊτή υπό τον μανδύα του ΟΗΕ.
Η διαδικασία αποπομπής της Προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ, ενάμιση χρόνο μετά τη νίκη της στις προεδρικές εκλογές του 2014, που συνοδεύτηκε από διαδηλώσεις υπέρ και κατά της και έντονη πολιτική αντιπαράθεση με την συγκρότηση μιας αντιδραστικής και φιλοαμερικάνικης κυβέρνησης, αποτελεί μια σοβαρή εξέλιξη μετά από μια πολιτική περίοδο 13 χρόνων διακυβέρνησης της χώρας με επικεφαλής Πρόεδρο από το σοσιαλδημοκρατικό PT (Κόμμα των Εργαζομένων) που συνεργάζεται σε κυβερνητικό επίπεδο με το ρεβιζιονιστικό ΚΚ της Βραζιλίας.
Στη Βενεζουέλα είναι αβέβαιο πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά η αντιδραστική αντιπολίτευση και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τη στηρίζουν αξιοποιούν την άσχημη οικονομική κατάσταση, που προκάλεσαν η πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και η υπονόμευση από την ντόπια αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, που εξακολουθεί να ελέγχει την οικονομική βάση της χώρας. Βεβαίως, η πραγματική αιτία των εξελίξεων είναι η συνολικότερη καπιταλιστική κρίση μετά από μια υπερδεκάχρονη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, κατά την οποία μολονότι ο Τσάβες επιχείρησε μια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, δεν υπήρξε όμως σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συμβιβασμός.
Στην παρούσα φάση που οι χώρες αυτές και οι οικονομίες τους έχουν χτυπηθεί από την οικονομική κρίση και διευρύνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια, οι αντιδραστικές και ξενόδουλες δυνάμεις βρίσκουν την ευκαιρία να επανακάμψουν αξιοποιώντας το σοβαρό κενό της έλλειψης συγκροτημένου κομμουνιστικού κινήματος. Διαλυτικός παράγοντας σε αυτό το ζήτημα είναι και ο ρόλος ουράς των ρεβιζιονιστικών κομμάτων που είτε στήριξαν είτε συμμετείχαν στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (Τσάβες και Μαδούρο στη Βενεζουέλα, Λούλα στη Βραζιλία, Κίρχνερ στην Αργεντινή, Έβο Μοράλες στη Βολιβία, Ραφαέλ Κορέα στο Εκουαδόρ), ενώ πολλοί μίλαγαν για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις αρνητικές εξελίξεις, η σπορά της ριζοσπαστικοποίησης, του αντιιμπεριαλισμού και το επαναστατικό πνεύμα έχει διασπαρεί στα λαϊκά στρώματα όλων αυτών των χωρών. Η ταξική πάλη οξύνεται και η κοινωνική σύγκρουση αναμένεται να κλιμακωθεί, κάνοντας δύσκολα τα σχέδια της ντόπιας αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού.