Να μην περάσει η νέα αντεργατική επίθεση - Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα σε θέση μάχης
Με τη δημοσιοποίηση του πορίσματος της
μνημονιακής “Επιτροπής Ανεξαρτήτων Ειδικών για τη μεταρρύθμιση των
εργασιακών σχέσεων”, ανοίγει ο νέος γύρος επίθεσης στα εργασιακά.
Από το περιεχόμενο του πορίσματος
γίνεται απολύτως φανερό τι θα προκύψει, ποια θα είναι τα επόμενα
αντεργατικά χτυπήματα, τα οποία μετά την ολοκλήρωση των συζητήσεων της
κυβέρνησης με την τρόικα, ως συνήθως, θα καταλήξουν να είναι και πιο
σκληρά.
Το πόρισμα της Επιτροπής υπογραμμίζει τη συμφωνία, που έχει υπογράψει στο 3ο μνημόνιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ότι “«οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή στις ρυθμίσεις του παρελθόντος που δεν είναι συμβατές με τους στόχους της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» και πάνω στη βάση αυτή προτείνει:
Το πόρισμα της Επιτροπής υπογραμμίζει τη συμφωνία, που έχει υπογράψει στο 3ο μνημόνιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ότι “«οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή στις ρυθμίσεις του παρελθόντος που δεν είναι συμβατές με τους στόχους της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» και πάνω στη βάση αυτή προτείνει:
Για τον Κατώτατο Μισθό: “ Δεν συνιστάται
επιστροφή στο προηγούμενο σύστημα, ειδικά στα επίπεδα των μισθών που
υπήρχαν πριν την κρίση”. Το ύψος του κατώτατου μισθού να καθορίζεται
κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων που θα γίνονται
υπό την εποπτεία συμβουλευτικής επιτροπής, αφού λαμβάνονται υπόψη η
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, οι προοπτικές ανάπτυξης,η
ανταγωνιστικότητα και τα επίπεδα της ανεργίας, παράγοντες, δηλαδή, που
θα λειτουργούν ως “κόφτες” του ύψους του μισθού. Να επανακαθοριστεί ο
κατώτατος μισθός και να θεσπιστεί ο «υπο-κατώτατος μισθός»(!) που θα
ισούται με το 85% του κατώτατου μισθού (μικρότερος από τα 510 ευρώ που
είναι κατώτατος μισθός για νέους κάτω των 25 ετών-σήμερα), για
εργαζόμενους χωρίς εργασιακή εμπειρία.
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας: Η επέκταση της συλλογικής σύμβασης να γίνεται από το υπουργείο Εργασίας κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους όταν αυτή θα καλύπτει το 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και εφόσον αυτό το 50% καθορίζεται “αξιόπιστα” από ένα διοικητικό σύστημα της κυβέρνησης και των κοινωνικών εταίρων. Οι μισθολογικές συμφωνίες θα μπορούν να περιέχουν “ανοιχτές ρήτρες” που θα επιτρέπουν παρεκκλίσεις από κλαδικές ή ομοιεπαγγελματικές συμφωνίες (καταβολή, δηλαδή, μισθών μικρότερων από εκείνους των κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων), σε περίπτωση έκτακτων οικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων. Η χρονική παράταση των συλλογικών συμβάσεων, μετά τη λήξη τους (μετενέργεια) να αποφασίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους και αν δεν γίνει αυτό να διαρκεί 6 μήνες,
Για τις Ομαδικές απολύσεις: Η “ρύθμιση” να γίνει μετά την έκδοση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση “Lafarge” με κατευθυντήριους άξονες ότι οι ομαδικές απολύσεις “πρέπει να ρυθμίζονται με τρόπο ώστε να αποτελούν εργαλείο προσαρμογής των επιχειρήσεων σε περιόδους οικονομικής κρίσης”, ότι «η νομοθεσία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ομαδικές απολύσεις” και ότι “η εργασία μικρής διάρκειας”, “η μείωση της διάρκειας της καθημερινής ή εβδομαδιαίας εργασίας ακόμη και σε μηδέν ώρες” -δηλαδή η γενικευμένη επέκταση της ελαστικοποιημένης εργασίας- μπορεί “να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις”.
Για την απεργία και την ανταπεργία (lock out): Θεωρώντας ότι “υπάρχει σημαντικός όγκος νομολογίας σύμφωνα με την οποία οι απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες” θέτει ζήτημα “ο Έλληνας νομοθέτης να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας”, ανοίγοντας, έτσι, το δρόμο για νέους νομοθετικούς περιορισμούς του δικαιώματος της απεργίας. Για την εργοδοτική ανταπεργία εισηγείται νομοθετική ρύθμιση που να δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους, έτσι ώστε, χωρίς τυπικά να αρθεί η απαγόρευση της ανταπεργίας, στην πράξη να επιβληθεί νομοθετικά ένα ισοδύναμό της ως προς τα αντεργατικά αποτελέσματα.
Η κυβέρνηση, μέσα από γνωστά επικοινωνιακά τερτίπια που στόχο δεν έχουν άλλο από τον αποπροσανατολισμό, διαπιστώνει ότι το πόρισμα δικαιώνει τις κυβερνητικές θέσεις και συντάσσεται με την «εθνική θέση» που χάραξαν οι κοινωνικοί εταίροι, ενόψει του νέου κύκλου διαπραγματεύσεων για τη 2η αξιολόγηση. Επιδιώκει έτσι να εξωραΐσει αυτά που λέει το πόρισμα, χρησιμοποιώντας την προσφιλή της μέθοδο, αυτήν της εξαπάτησης. Ταυτόχρονα, όμως, με αυτό τον τρόπο δηλώνει, στην ουσία, την εκ των προτέρων συμφωνία της και αποδοχή να κλιμακώσει το ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ενόψει όλης αυτής της νέας αντεργατικής επίθεσης στα εργασιακά προβάλει επιτακτική η ανάγκη έγκαιρης κινητοποίησης των εργαζομένων.
Η ηγεσία της ΓΣΕΕ, έχοντας ως «υπεύθυνος κοινωνικός εταίρος», συμπαραταχθεί με τον ΣΕΒ, στο δήθεν “εθνικό μέτωπο” που έστησε η κυβέρνηση για τα εργασιακά, ένα “μέτωπο”, στην πραγματικότητα, “προθύμων” να υιοθετήσουν τις μνημονιακές εργασιακές ανατροπές, δεν πρέπει να αναμένεται παρά το ότι θα λειτουργήσει ξανά υπονομευτικά για το ξεδίπλωμα αποφασιστικών αγώνων αναχαίτισης της νέας αντεργατικής επίθεσης.
Η διεξαγωγή αυτών των αγώνων δεν πρέπει να εξαρτηθεί από τις συμβιβασμένες και υποταγμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Το βάρος τους καλούνται να το σηκώσουν οι ίδιοι εργαζόμενοι, προχωρώντας άμεσα στην οργανωτική προετοιμασία πανεργατικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων.
Άμεσα μπαίνει το καθήκον στα σωματεία και στους χώρους δουλειάς, να επιδιώξουμε να πραγματοποιηθούν συνελεύσεις, συγκεντρώσεις με σκοπό να κινητοποιηθεί η μεγαλύτερη δυνατή μάζα εργαζομένων που θα δώσει ηχηρή απάντηση αντίστασης στη νέα αντεργατική λαίλαπα.
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας: Η επέκταση της συλλογικής σύμβασης να γίνεται από το υπουργείο Εργασίας κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους όταν αυτή θα καλύπτει το 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και εφόσον αυτό το 50% καθορίζεται “αξιόπιστα” από ένα διοικητικό σύστημα της κυβέρνησης και των κοινωνικών εταίρων. Οι μισθολογικές συμφωνίες θα μπορούν να περιέχουν “ανοιχτές ρήτρες” που θα επιτρέπουν παρεκκλίσεις από κλαδικές ή ομοιεπαγγελματικές συμφωνίες (καταβολή, δηλαδή, μισθών μικρότερων από εκείνους των κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων), σε περίπτωση έκτακτων οικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων. Η χρονική παράταση των συλλογικών συμβάσεων, μετά τη λήξη τους (μετενέργεια) να αποφασίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους και αν δεν γίνει αυτό να διαρκεί 6 μήνες,
Για τις Ομαδικές απολύσεις: Η “ρύθμιση” να γίνει μετά την έκδοση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση “Lafarge” με κατευθυντήριους άξονες ότι οι ομαδικές απολύσεις “πρέπει να ρυθμίζονται με τρόπο ώστε να αποτελούν εργαλείο προσαρμογής των επιχειρήσεων σε περιόδους οικονομικής κρίσης”, ότι «η νομοθεσία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ομαδικές απολύσεις” και ότι “η εργασία μικρής διάρκειας”, “η μείωση της διάρκειας της καθημερινής ή εβδομαδιαίας εργασίας ακόμη και σε μηδέν ώρες” -δηλαδή η γενικευμένη επέκταση της ελαστικοποιημένης εργασίας- μπορεί “να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις”.
Για την απεργία και την ανταπεργία (lock out): Θεωρώντας ότι “υπάρχει σημαντικός όγκος νομολογίας σύμφωνα με την οποία οι απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες” θέτει ζήτημα “ο Έλληνας νομοθέτης να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας”, ανοίγοντας, έτσι, το δρόμο για νέους νομοθετικούς περιορισμούς του δικαιώματος της απεργίας. Για την εργοδοτική ανταπεργία εισηγείται νομοθετική ρύθμιση που να δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους, έτσι ώστε, χωρίς τυπικά να αρθεί η απαγόρευση της ανταπεργίας, στην πράξη να επιβληθεί νομοθετικά ένα ισοδύναμό της ως προς τα αντεργατικά αποτελέσματα.
Η κυβέρνηση, μέσα από γνωστά επικοινωνιακά τερτίπια που στόχο δεν έχουν άλλο από τον αποπροσανατολισμό, διαπιστώνει ότι το πόρισμα δικαιώνει τις κυβερνητικές θέσεις και συντάσσεται με την «εθνική θέση» που χάραξαν οι κοινωνικοί εταίροι, ενόψει του νέου κύκλου διαπραγματεύσεων για τη 2η αξιολόγηση. Επιδιώκει έτσι να εξωραΐσει αυτά που λέει το πόρισμα, χρησιμοποιώντας την προσφιλή της μέθοδο, αυτήν της εξαπάτησης. Ταυτόχρονα, όμως, με αυτό τον τρόπο δηλώνει, στην ουσία, την εκ των προτέρων συμφωνία της και αποδοχή να κλιμακώσει το ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ενόψει όλης αυτής της νέας αντεργατικής επίθεσης στα εργασιακά προβάλει επιτακτική η ανάγκη έγκαιρης κινητοποίησης των εργαζομένων.
Η ηγεσία της ΓΣΕΕ, έχοντας ως «υπεύθυνος κοινωνικός εταίρος», συμπαραταχθεί με τον ΣΕΒ, στο δήθεν “εθνικό μέτωπο” που έστησε η κυβέρνηση για τα εργασιακά, ένα “μέτωπο”, στην πραγματικότητα, “προθύμων” να υιοθετήσουν τις μνημονιακές εργασιακές ανατροπές, δεν πρέπει να αναμένεται παρά το ότι θα λειτουργήσει ξανά υπονομευτικά για το ξεδίπλωμα αποφασιστικών αγώνων αναχαίτισης της νέας αντεργατικής επίθεσης.
Η διεξαγωγή αυτών των αγώνων δεν πρέπει να εξαρτηθεί από τις συμβιβασμένες και υποταγμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Το βάρος τους καλούνται να το σηκώσουν οι ίδιοι εργαζόμενοι, προχωρώντας άμεσα στην οργανωτική προετοιμασία πανεργατικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων.
Άμεσα μπαίνει το καθήκον στα σωματεία και στους χώρους δουλειάς, να επιδιώξουμε να πραγματοποιηθούν συνελεύσεις, συγκεντρώσεις με σκοπό να κινητοποιηθεί η μεγαλύτερη δυνατή μάζα εργαζομένων που θα δώσει ηχηρή απάντηση αντίστασης στη νέα αντεργατική λαίλαπα.